«Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι»
Το ημερολόγιο έγραφε 26 Οκτωβρίου του 1957, 58 χρόνια πριν, όταν ένας από τους μεγαλύτερους λογοτέχνες μας, ο Νίκος Καζαντζάκης, άφηνε την τελευταία του πνοή, στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας, όπου νοσηλευόταν με πολλαπλά προβλήματα υγείας.
Ο σπουδαίος ποιητής, φιλόσοφος, μυθιστορηματογράφος, σεναριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, μεταφραστής, δημοσιογράφος, έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 74 χρόνων, αφήνοντας παρακαταθήκη ένα τεράστιο έργο και ιδέες που ενέπνευσαν και οδηγούν τα βήματά μας.
«Μην καταδέχεσαι να ρωτάς: Θα νικήσουμε; Θα νικηθούμε; Πολέμα!»
Λίγες μέρες μετά, η σορός του μεταφέρεται στην Αθήνα και ο Μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος, απορρίπτει αίτημα της οικογένειας για να τεθεί σε λαϊκό προσκύνημα.
Η νεκρώσιμη ακολουθία τελικά γίνεται -προεξάρχοντος του Μητροπολίτη Κρήτης, μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Ευγένιου- στον Ιερό Ναό του Αγίου Μηνά στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 5 Νοεμβρίου, όπου και τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα, ενώ ο ενταφιασμός του στον Προμαχώνα Μαρτινέγκο του Ενετικού Τείχους, παρουσία χιλιάδων κόσμου.
Παρευρέθησαν ο υπουργός Παιδείας Αχιλλέας Γεροκωστόπουλος, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο Σοφοκλής Βενιζέλος, ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ι.Θ. Κακριδής κ.ά.
Με δική του επιθυμία χαράχτηκε στον τάφο του η επιγραφή «Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβούμαι τίποτα. Eίμαι λέφτερος.»